- αγαρηνός
- ο1) басурман; 2) жестокий, безжалостный человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγαρηνός — ή, ό (Μ ἀγαρηνός, ή, όν) προσωνυμία τών μωαμεθανών·|| νεοελλ. μτφ. 1. κακούργος, αδυσώπητος, αλλόθρησκος 2. (το ουδ. ως επίθ.) μουσουλμανικός, τουρκικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. Ἄγαρ, η παλλακίδα τού Αβραάμ, τής οποίας ο γιος Ισμαήλ θεωρείται γενάρχης … Dictionary of Greek
αγαρίζω — ἀγαρίζω (Μ) γίνομαι Αγαρηνός, ασπάζομαι τον μωαμεθανισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἄγαρ. ΠΑΡ. ἀγαρισία, ἀγαρισμός] … Dictionary of Greek
Αγαρηνοί — Έτσι ονομάζονταν στον Μεσαίωνα οι μουσουλμάνοι γενικά και ειδικότερα οι Άραβες, ως απόγονοι της Άγαρ, μητέρας του γενάρχη τους Ισμαήλ (Ισμαηλίτες). H λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τους συγγραφείς της βυζαντινής περιόδου και αναφέρεται κυρίως… … Dictionary of Greek
agarean — AGAREÁN, agareni, s.m. (înv.) Păgân, turc sau tătar; mahomedan. [var.: agarineán s.m.] – Din sl. agarĕaninŭ. Trimis de ana zecheru, 29.08.2002. Sursa: DEX 98 AGAREÁN s. v. mahomedan, musulman, necredincios, păgân. Trimis de siveco, 13.09.2007.… … Dicționar Român